- ἐξεσχίσθη
- ἐκ-σχίζωsplitaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσχίζω — ἐκσχίζω (Α) σχίζω στα δύο, χωρίζω («ὁ τοῡ πυρὸς ποταμὸς ἐξεσχίσθη», Αριστ.) … Dictionary of Greek